< ἐλαιοσπάραγος
ἐλαιοστάφυλος >
ἐλαιόσπονδος
,
-ον
de libaciones de aceite
τὰ ἐλαιόσπονδα (ἱερά)
las libaciones de aceite sacrificiales
Porph.
Abst
.2.20.