< ἐλαιοπρ[άτισσα]
ἐλαιοπωλέω >
ἐλαιόπρῳρος
,
-ον
parecido a la rama olivo
,
de aspecto de olivo
ἀμπελογενῆ ἐλαιόπρῳρα
Arist.
Ph
.199
b
12.