< ἐλαιόχροος
ἐλαιοχύτης >
ἐλαιοχυτέω
untar de aceite
τοὺς τόπους
Sor.2.1.71, 4.4.148, en v. pas.
ἐλαιοχυτούμενον τοῦτο (τὸ στόμα τῆς μήτρας)
Paul.Aeg.6.74.2.