< ἐλαιοφῐλοφάγος
ἐλαιοφόρος >
ἐλαιοφοινικών
,
-ῶνος, ὁ
huerto de olivos y palmeras
,
PPanop
.4.3, 12 (IV d.C.),
CPR
7.46.9 (VI d.C.).