< ἐλαιοπάροχος
ἐλαιοπληθής >
ἐλαιοπινής
,
-ές
empapado de aceite
,
aceitado
ἠμφιέσθαι δὲ χρὴ τοῦ μὲν χειμῶνος καθαρὰ ἱμάτια, τοῦ δὲ θέρεος ἐλαιοπινέα
Hp.
Salubr
.3.