< ἐλαιόμελι
ἐλαιόμορφος >
ἐλαιομετρέω
suministrar aceite
para el gimnasio
,
del gimnasiarca
τούς τε βουλευτὰς καὶ πολείτας πάντας
IIl
.121.9, 123.9 (ambas I d.C.).