< ἐλαιοβαφής
ἐλαιόβρεκτος >
ἐλαιοβραχής
,
-ες
empapado en aceite
ἔριον
Antyll. en Orib.7.21.8,
πτυγμάτιον
Sor.2.6.88,
ὀθόνιον
Sor.3.2.173, cf. -βρεχής.