< ἐκχυτήριον·
ἔκχῠτος >
ἐκχύτης
,
-ου, ὁ
1
derrochón
,
manirroto
op. περιεκτικός
Luc.
Vit.Auct
.24, cf. ἐκχυμενίτας.
2
desagüe
,
Gloss
.2.293.