< ἐκχρυσόομαι
ἐκχρωτίζομαι >
ἐκχρώννυμι
colorear
ἥλιος ... σκοτεινὸν ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ' ἀνδρῶν
Theodect.17.2.