< 2 ἐκχράω
ἐκχρηματίζομαι >
ἐκχρέμπτομαι
expectorar
ἡ δὲ φάρυγξ ... σιέλου ... ἔμπλεος, καὶ οὐ δύναται ἐγχρέμπτεσθαι
Hp.
Morb
.2.26.