ἐκχορεύω
I tr., en v. med. expulsar del coro
ἅν τέ ποτ' (Τιτανίδα κούραν) Ἄρτεμις ἐξεχορεύσατοE.Hel.381.
II intr.
1 danzar de alegría
ὁ δῆμος ... σὺν εὐφήμοις ταῖς βοαῖς ἐξεχόρευεHld.10.38.3.
2 fig. c. ac. direcc. ir a parar danzando
(ὁ ζῆλος) ἐς δὲ βαρεῖαν ἄτην ἐξεχόρευσεOpp.H.4.215.