< ἔκφρικτος
ἐκφρονέω >
ἐκφρίσσω
• Alolema(s):
át.
-ττω
temblar ante
ὃν (θεόν) ... δαίμονες ἐκφρίττουσιν
Orác. en
App.Anth
.6.128.