ἐκφράσσω
• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [pas. aor. inf. ἐκφραχθῆναι D.S.18.35]


abrir, desobstruir ἐγκεχωσμένην διώρυγα D.S.l.c., τὴν ... ὀπήν Phlp.in Ph.569.26
frec. medic., c. compl. del conducto τὰς στενὰς διεξόδους Gal.6.760, τὸ σπλάγχνον Orib.Syn.9.20.4, en v. pas. ἐκφραττομένων καὶ ἀνοιγνυμένων τῶν πόρων Gal.11.730
c. compl. del objeto obstructor expulsar, eliminar, evacuar τὰς ἐμφράξεις τῶν πόρων Gal.7.293, τὸν χυμὸν τὸν ἐν τῷ σπλάγχνῳ Gal.11.110, cf. Paul.Aeg.7.5.2, κορύζας Paul.Aeg.7.22.1, cf. 7.3 (p.255)
abs. eliminar obstrucciones τῶν ἐκφράττειν δυναμένων φαρμάκων Alex.Trall.2.385.10, cf. 11, 1.579.2, Gal.11.745, 749.