< ἐκφοριαστής
ἐκφορικός >
ἐκφορίζομαι
medic.
agotarse a causa de los partos
ἡ μήτρα ... ἐκπεφορισμένη ἐστί
Mnesith.Cyz. en Sch.Orib.
Inc
.12.1.