< ἐκφορτίζομαι
ἐκφούγιν >
ἐκφορτισμός
,
-οῦ, ὁ
descarga
de un barco
τὴν δαπάνην ... τοῦ ἐκφορτισμοῦ
Wilcken
Chr
.273.2.15 (II/III d.C.).