< ἐκφλοΐζω
ἐκφλυαρέω >
ἐκφλοίομαι
obligar a expulsar
,
echar
ἠὲ καὶ σὺ ἐκφλοίοιο ... ἕρματα γαστρός
Nic.
Al
.322 (var.), cf. Sch.
ad loc
.