ἐκφθείρω


1 destrozar, aniquilar c. ac. de pers. y asim. αὔτανδρον ἐξέφθειραν ἐπιφανῆ πόλιν Scymn.344, αὐτούς Str.17.1.44, en v. pas. ὄλωλας ... ἄπαις ἄνανδρος ἄπολις ἐξεφθαρμένη E.Hec.669, τὸ γένος ... ἐξεφθάρη πᾶν Plb.4.46.4, ἡ πλείστη μοῖρα τοῦ Ἑλληνικοῦ ... ἐξεφθάρη πανωλεθρίᾳ Ph.2.302, σῶμ<α πνεύμα>τος ἐκφθαρέντος φθείρεται S.E.M.2.31, cf. I.AI 5.174, App.BC 3.86.

2 en v. med.-pas. desaparecer, perderse, fig. largarse en uso coloquial ἐκφθαρεὶς οὐκ οἶδ' ὅποι largándose a no sé dónde Ar.Pax 72, ἐκφθείρου Luc.DMeretr.15.2.