< ἐκφαύλισμα
ἐκφεγγής >
ἐκφαυλισμός
,
-οῦ, ὁ
menosprecio
c. gen. obj.
τῶν θείων
I.
AI
3.216,
ὀνοστά· ἐκφαυλισμοῦ ἄξια
Hsch.