ἐκτῑμάω
• Morfología: [3a plu. fut. dór. ἐκτιμασέντι SEG 50.1638.57 (Cirene IV a.C.)]
I ἐκ c. matiz perf.
1 honrar completamente, apreciar sobremanera, tener en alta estima
τοιοῦτον ἄνθρωπον ἐπὶ τοσοῦτονPlb.30.19.3, cf. Cleom.2.1.418,
τὰ βασίλεια ... τὰ ἐν ΠερσεπόλειStr.15.3.3,
Ἀντώνιος ... ἐξετίμησεν ἐπὶ πλέον τὴν ΚλεοπάτρανStr.17.1.11,
ὑπὲρ τὸ μέτριον ... βασιλείανD.H.2.60,
τὸν πλοῦτον οὐ πέρα τοῦ δέοντοςD.H.7.25, cf. Longin.44.7,
τὸ ὕδωρPh.2.96,
ὄψεως ἀπάτην ἐξέτιμησεPh.2.455,
τὴν ἱερὰν ἐκείνην ἑβδόμηνdel Sábado, Ph.2.137,
τὰ ἄλογα τῶν ζώωνClem.Al.Prot.2.39,
τὰς ἰδέαςSyrian.in Metaph.81.18, c. doble ac.
ἐκτιμώντων Ἀρχέλαον βασιλέαI.AI 17.195, c. dat. instrum.
τούτοις (ἐπαίνοις) ἐξετίμησε τὸν βασιλέαI.AI 7.7, en v. pas.
(οἱ σοφοί) ἐκτετίμηνται πλέονS.El.64,
(τὸ σίλφιον) ἐκτετίμηται παρ' αὐτοῖςArist.Fr.528,
ὁ ἈπόλλωνStr.13.2.5,
τά τε τῆς Δήμητρος καὶ τῆς Κόρης ἱεράStr.8.3.15,
ἡ ἑβδομάςel Sábado Ph.1.30, cf. 2.286, ref. al dinero, Plb.6.46.2,
νῆσος ἐν τῷ ΠόντῳAel.NA 6.40.
2 estimar el valor de, valorar, tasar
τάλαντα ... ἐστίν ..., ἂν ἐκτιμᾷ τις ὀρθῶς, ἑκατὸν ἡ Δίωνος οὐσίαPl.Ep.347b,
τὰ χρήματαSEG 50.1638.43, cf. 57 (Cirene IV a.C.).
3 valorar o apreciar con exceso
μὴ ... ἐθίσῃς ἐκτιμᾶν αὐτὰ (τὰ παρόντα)M.Ant.7.27,
τὰ στοιχεῖαClem.Al.Strom.1.11.50, en v. pas.
ἐκτετιμημένα (τὰ ἀγοράσματα) λογίζεσθαιcargar en cuenta (las mercancías) con precio excesivo Arist.Oec.1352b5.
II ἐκ c. matiz separat. desprestigiar, despojar de la honra en v. pas.
(ὁ δὲ ἄδικος) ἐκτιμηθῆναι ἔταξε τὸν δίκαιονRom.Mel.69.λβʹ.2.