< ἔκτακτος
ἔκταλος· >
ἐκτᾰλαντόω
«destalentar»
,
despojar de talentos
,
de dinero
en v. pas.
ταλάντοις ἐκταλαντωθεὶς ἀνήρ
Sopat.18.4; v. ἐκτανταλόω.