ἐκτέμνω
• Alolema(s): ἐκτάμνω ép., jón.
• Morfología: [aor. pas. 3a plu. ἐξεταμήθησαν POxy.1153.20 (I d.C.); fut. perf. med.-pas. 3a du. ἐκτετμήσεσθον Pl.R.564c]


I ref. a animados

1 separar cortando por completo e.e. seccionar, amputar

a) gener. c. compl. de la parte del cuerpo cortada μηρούς τ' ἐξέταμον Il.1.460, 2.423, Od.12.360, ἐκ μηρία τάμνον πάντα κατὰ μοῖραν Od.3.456, σκάλμῃ γὰρ ὄρχεις βασιλὶς ἐκτέμνουσ' ἐμούς S.Fr.620, cf. Arist.HA 510b2, Eus.PE 1.10.29, γυναικῶν τὰς γλώσσας Hdt.2.2, cf. 9.112, Ctes.16, LXX 4Ma.10.17, 21, τὸν λάρυγγ' ἂν ἐκτέμοιμί σου δρέπανον λαβοῦσ' Ar.Ra.575, cf. Eq.374, γυναικῶν τοὺς μαστούς Heraclid.Lemb.Pol.16, en v. pas. σκέλος εἰς κοτυληδόνα [ἐκτ]τετμημένον Milet 6(3).1222.17 (III a.C.), ἡ ὀσφύς IIasos 220.2 (IV a.C.), ἐπέταττεν ὁ νόμος ἐκτέμνεσθαι τὴν γλῶτταν Hecat.Abd.25.78, cf. Str.3.3.6, Ὑπερείδου ... τὴν γλῶτταν ἐκτμηθῆναι ζῶντος λέγουσι Plu.Dem.28.4
cortar, escindir metáf. Τροΐας ἶνας ἐκταμὼν δορί Pi.I.8.52, ἕως ἂν ... ἐκτέμνῃ ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Pl.R.411b (cf. infra II 1);

b) medic., cirug. practicar una ablación, extirpar c. ac. del órgano o parte extirpada τὸ ἕλκος IG 42.122.43 (IV a.C.), op. τέμνω ‘hacer un corte’, ‘sajar’ (pero v. infra 3): (κεφαλήν) ἢ τέμῃς μόνον ἢ ἐκτέμῃς ὅλην Gal.5.605, κἂν μέρος αὐτῶν (φλεβῶν) ἐκτέμνῃς, ὥσπερ ἐν τοῖς σκέλεσιν ἐπὶ τῶν κιρσῶν Gal.10.941, σηπεδόνας ἐκτέμνειν Gal.2.340, σεσηπυίας σάρκας Gal.2.386, ὀφθαλμούς Gal.2.443, en una operación de varices, Plu.2.202b, en v. pas. διὰ τοὺς ἱστορήσαντας αὐτὴν (τὴν μήτραν) ἀκινδύνως ἐκτέμνεσθαι Sor.4.6.183, τὰ μεγάλα ... τῶν πτερυγίων διὰ μόνης χειρουργίας ἐκτέμνεται Paul.Aeg.3.22.25, c. gen. σάρξ ... ἐκτεμνομένη τοῦ ζῴου Gal.5.562, μυρσινοειδῶς ἐ. τοῦ δέρματος cortar un trozo de piel en forma de mirto Gal.10.886, op. διατέμνω: ἐκτέμνοντές τι μέρος αὐτῶν ἢ διατέμνοντες ὅλα Gal.10.940, abs. δεῖ δὲ ἐκτέμνειν οὕτως Hippiatr.20.2
de mujeres o anim. hembras extirpar o efectuar la ablación del clítoris τὰ θήλεα ἐ. Str.17.2.5, de animales hembra τὰς γοῦν θηλείας ὗς ἐκτέμνουσιν Gal.4.570, cf. 569, pas. γυναῖκες Ἰουδαικῶς ἐκτετμημέναι Str.16.4.9.

2 emascular, castrar, capar παῖδας ... ἐξέταμνον καὶ ἐποίευν ... εὐνούχους Hdt.6.32, cf. 8.105, I.Ap.2.270, τὸν αὑτοῦ πατέρα Pl.Euthphr.6a, fig. μὴ γονὴν ἀνδρῶν ἐκτέμνοντας, μὴ γυναικῶν ἀτοκίοις καὶ ἄλλαις μηχαναῖς ἀμβλοῦν Ph.Hypoth. en Eus.PE 8.7.7, pas., como método de tortura ἐὰν ... ληφθεὶς ... ἐκτέμνηται καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκάηται Pl.Grg.473c, διὰ τὸ ἐκτμηθῆναι παῖς ὢν ὑπ' αὐτοῦ Arist.Pol.1311b22, ἀπηγόρευσεν ... μηδένα ἔτι ἐν τῇ τῶν Ῥωμαίων ἀρχῇ ἐκτέμνεσθαι de Domiciano, D.C.67.2.3, cf. Porph.Antr.16
c. ac. de rel. τῶν ἐκτεμνομένων τοὺς ὄρχεις Gal.12.326
abs. ὄρχεων ἐκτεμνομένων Gal.4.575
subst. en part. perf. med.-pas. castrado οὐ γίνεται δ' οὔτε παῖς φαλακρὸς οὔτε γύνη οὔθ' οἱ ἐκτετμημένοι Arist.HA 518a31
de anim. τὸ τοὺς ἵππους ἐ. Str.7.4.8, τοὺς ἀλεκτρυόνας ... καὶ τοὺς χοίρους Plu.2.692c, en v. pas. ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις τὰ ἐκτεμνόμενα Arist.Pr.894b22, ταῦρον ἐκτμηθέντα Arist.HA 510b4, cf. 631b22, «βέρρην» ... Ῥωμαῖοι τὸν ἐκτετμημένον χοῖρον καλοῦσιν Plu.Cic.7
c. ac. de rel. ἐκτεμνονένων τὸν ἕτερον ὄρχιν Arist.HA 765a25
fig., de panales castrar, brescar ὅπως ... σὺν αὐτοῖσι τοῖς κηρίοις ἐκτετμήσεσθον Pl.R.564c.

3 cirug., equiv. a τέμνω, practicar un corte, sajar, abrir cortando δεῖ ... ἐκτέμνειν, εἶτα ἐπιλαβόμενον ἐξελεῖν τὸν λίθον, para extraer una piedra en la mandíbula Hippiatr.18.4.

II ref. a inanimados

1 extraer cortando por completo un proyectil por el extremo de la trayectoria de salida ἐκ μηροῦ τάμνε μαχαίρῃ ὀξὺ βέλος Il.11.844, μηροῦ δ' ἔκταμ' ὀϊστόν Il.11.829, cf. 515, ἐξαιρεῖν ... βέλη ... τὰ δὲ ἐκτέμνοντες Gal.2.284
el tejido, una vez acabado, del telar, e.e. acabar (cf. tb. infra II 4) ἐξέτεμε τὸν ἰστόν καὶ ἀπέστειλεν ... τοῖς κυρίοις LXX To.2.12S, pas. (ἱστὸν) πρὸς τὸ ἐκτέμνεσθαι ὄντα (un tejido) antes de que esté listo para cortarlo Artem.3.36, abs. ὡς ἱστὸς ἐρίθου ἐγγιζούσης ἐκτεμεῖν como el tejido de una tejedora que está próxima a acabar LXX Is.38.12
fig. cortar, separar τὸν θυμὸν ἐ. ... τῆς ψυχῆς Ph.1.113, cf. Basil.M.31.953B, Chrys.M.53.95, 194, (ταῖς τυραννικαῖς φιλοφροσύναις) ἐκτέμνοντα τὴν ἀλκὴν καὶ τὸν θυμόν ὑπερείποντα de César, Plu.Brut.7, αὐτοὺς οἱ βασιλεῖς ἐξετέμοντο τῇ κατὰ τὴν ἀπάντησιν φιλανθρωπίᾳ Plb.30.30.8
fig. separar c. ac. y gen. παῖδας ... τῆς συγγενείας Chrys.M.61.472, τοὺς οὐ τοιούτους τῆς Ἐκκλησίας ἐκτέμνει Thdt.M.82.373C, cf. 83.429A
c. ac. de rel. ἠκρωτηριασμένοι καὶ ἐκτετμημένοι τὰ κάλλιστα Ph.1.156.

2 de árboles talar, cortar con hacha o sierra (πίτυν) τέκτονες ἄνδρες ἐξέταμον πελέκεσσι Il.13.391, 16.484, (αἴγερον) ἁρματοπηγὸς ἀνὴρ αἴθονι σιδήρῳ ἐξέταμ' Il.4.486, ἄρσεν' ἐκτεμόνθ' ... ἄγριον ἔλαιον S.Tr.1196, τὰ πρέμνα Lys.7.19
cortar, podar ramas o sarmientos τοὺς κλάδους Thdt.Affect.12.1, cf. Is.6.160
otros cont. τὰς δύω τῶν ἐννέα χορδῶν ἐξέτεμε Plu.Agis 10, πλόκαμον D.P.Au.2.15
arrancar de raíz, desarraigar ὕλην πρυμνὴν ἐκτάμνοντες Il.12.149, κοιτάζονται δὲ ἐπὶ τῶν ῥιζῶν τῶν δένδρων ἐκτέμνοντες Str.16.4.19, en v. pas. τῆς ῥίζης ἐκτεμνομένης Chrys.M.54.429
de las malas hierbas escardar φιλόπονος γεωργὸς ... ἀκάνθας ἐκτέμνει Thdt.Affect.1.7
fig. cortar de raíz, erradicar τοὺς ἀθέους ... λογισμούς Ph.2.329, αὐταῖς ῥίζαις τὰς τῆς διανοίας νόσους Ph.1.283, τὸ πάθος Alex.Trall.1.597.7
truncar ἐλπίδας IUrb.Rom.1148.4, ἐκτεμεῖν τοὺς ἀκρεμόνας πάντων τῶν στασ[ι]αστῶν Manes 29.3, cf. Epiph.Const.Haer.76.25.3, Chrys.M.53.258, JRCil.2.31C.3 (Isauria V d.C.), med. τοιαύτην χώραν ἡδονῶν τοσούτων Ἐπίκουρος ἐκτέμνεται Plu.2.1107b
de plantas o frutos cortar, recoger cortando, segar τοὺς βότρυας Chrys.M.53.91, pas. ἔνια βλαστάνει οὐκ ἐν τῇ γῇ ὄντα ἀλλ' ἐκτετμημένα algunas (plantas) germinan no cuando están en tierra, sino cortadas Arist.Pr.926a1, metáf. de una joven οἷα γὰρ ἀρχόμενον ῥόδον ... ἐξέτεμες ῥείζης (sic) IUrb.Rom.1344.8, fig. θάνατος ... καὶ νέους ἐκτέμνει Thdt.M.83.469A.

3 c. ac. de resultado cortar, hacer, fabricar τὸ μὲν (ῥόπαλον) ἔκταμεν Od.9.320, νήϊον Il.3.62, τοὺς μόχλους τῶν πυλῶν I.BI 4.298, pas. (ὀθόνιον) ἐν ἡμέραις ἕξ ἐκτήμνεσθαι (l. -τέ-) PSI 599.14, αἱ λώδικες ἐξεταμήθησαν POxy.1153.20 (I d.C.), cf. PZilliac.9.8 (I d.C.), PHaun.29.5 (III d.C.).

4 geom. cortar, trazar una línea imaginaria sobre un plano τοιοῦτον γὰρ σχῆμα τῆς γῆς ἐκτέμνουσιν αἱ ἐκ τοῦ κέντρου αὐτῆς ἀγόμεναι (γραμμαί) Arist.Mete.362a35.

5 arq. hacer un corte en medio, abrir un paso en un lienzo de pared κατὰ μέσου τἀντιθήματος ἐκτεμεῖ τῷ μελάθρῳ ID 500.A.35 (III a.C.), ἐκτεμὼν δὲ τὸν μέσον τοῖχον θύρας ἐπέστησε I.AI 8.71, en una roca SEG 26.1652.8 (Norte del Líbano II d.C.)
fig., c. ac. de resultado abrir una ruta τρίβους ἐκτέμνων ἀβάτοις ὄρεσι D.H.1.41.