ἐκτυφλώσσω
• Alolema(s): át. -ττω
cegar completamente
τοὺς βαρυωπεῖς ὀφθαλμοὺς ἐκτυφλώττουσανChrys.M.61.792, en v. pas., fig.
ἵνα ἐκτυφλώττῃ περὶ τὰ κάκισταNil.M.79.1117B.
τοὺς βαρυωπεῖς ὀφθαλμοὺς ἐκτυφλώττουσανChrys.M.61.792, en v. pas., fig.
ἵνα ἐκτυφλώττῃ περὶ τὰ κάκισταNil.M.79.1117B.