ἐκτυφλόω
1 cegar, privar de la vista
τὸν ΕὐήνιονHdt.9.93, cf. 4.2,
(τὸν Κύκλωπα)Ar.Pl.301, cf. Luc.DMar.2.1,
αὑτόνde Edipo, Ar.Ra.1195,
ἐκτυφλοῦν τιν' ἀστραπή(soy) un relámpago para cegar a cualquiera Antiph.193.4, cf. Men.Sam.500,
(αὐτόν) ἐξετύφλου παρὰ μικρόνBatr.238,
τὸν ἐμποδίζονταArr.Epict.1.27.12, cf. AP 11.112 (Lucill.),
τοὺς ἵππουςX.Eq.10.2,
τὸν λέονταAesop.279.1, abs.
κονιορτὸς ἐκτυφλῶνAr.Fr.581.2, en v. pas.
ἐκτετυφλωμένος ΚύκλωψDemad.15, Posidon.252, cf. Philostr.VA 4.36
•fig. apagar en v. pas.
ἐκτυφλωθέντες σκότῳ λαμπτῆρεςA.Ch.536
•tb. fig. cegar, deslumbrar, ofuscar
τὰ γὰρ δῶρα ἐκτυφλοῖ ὀφθαλμοὺς βλεπόντωνLXX Ex.23.8, cf. De.16.19.
2 agr. cegar las yemas del sarmiento de la vid, e.e., destruir, eliminar yemas de la vid
χρὴ ... τοὺς μὲν πρὸς τῷ στελέχει βʹ (ὀφθαλμούς) ἐκτυφλοῦνGp.5.22.1, en v. pas.
(αἱ ἄμπελοι) ὑφ' ὧν (χαλαζῶν) ἐκτυφλοῦνταιPhilostr.Her.22.20.