< ἐκτυλωτικός
ἔκτῠπος >
ἐκτυμπάνωσις
,
-εως, ἡ
hinchazón semejante a la de un tambor
,
timpanismo
πίνουσι ... ἕως ἐκτυμπανώσεως τῆς γαστρός
Str.16.4.13.