ἐκτρῡπάω
1 intr. escapar, abrirse paso colándose
ἐκτετρύπηκεν λαθοῦσά μ' ἔνδοθενAr.Ec.337, cf. Ael.Dion.ε 28, Paus.Gr.ε 30.
2 tr. agujerear, perforar
(προμαχῶνας)Ph.Mech.92.8,
μίαν τῶν στηλῶνPs.Callisth.128.21,
πρέμνονGp.10.23.5.
ἐκτετρύπηκεν λαθοῦσά μ' ἔνδοθενAr.Ec.337, cf. Ael.Dion.ε 28, Paus.Gr.ε 30.
(προμαχῶνας)Ph.Mech.92.8,
μίαν τῶν στηλῶνPs.Callisth.128.21,
πρέμνονGp.10.23.5.