< ἔκτρωσις
ἐκτρωσμός >
ἐκτρώσκω
abortar
,
provocar el aborto de
ὅσσαι δ' ἐνὶ γαστέρι φόρτους ἐκτρώσκουσιν
Orac.Sib
.2.282, cf. ἐκτιτρώσκω.