ἐκτρέφω


A tr.

I 1c. ac. de pers. o anim. criar esp. en la primera infancia o los primeros años Κῦρον κύων ἐξέθρεψε Hdt.1.122, (Ὀρέστην) ὃν ἐξέθρεψα A.Ch.750, (Πόλυβος) ὃς ἐξέθρεψε κἀξέφυσέ με S.OT 827, τέκν' E.Tr.381, αὗται (αἱ νύμφαι) ... ἐκθρέψασαι τὸν Ἀρισταῖον Arist.Fr.511, χιλίους ... ὗς Plb.12.4.8, παιδίον ἐκθρέψασα εἰς ἡλικίαν IKais.Lyk.155.7 (imper.), en v. pas. ἐκτεθραμμένοι σκύμνοι λεόντων cachorros de león ya criados E.Supp.1222, ἵνα μὴ 'κτραφεὶς γένοιτο τοῦ πατρὸς φονεύς Ar.Ra.1191, cf. Ar.Ach.782, E.Supp.891, Rh.930, εἴ σοί τις υἱός ἐστιν ἐκτεθραμμένος si tienes algún hijo totalmente criado Ar.Nu.795, cf. E.Io 823
tb. en v. med. criar para sí εἰ τόν γ' ἐκθρέψαιο καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο si tú lo criaras y llegara a la plenitud de la mocedad, h.Cer.166, σε ... κἀξέσωσα κἀξεθρεψάμην τοσόνδ' ἐς ἥβης S.El.13, ἄπλατον ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην te crié inaccesible e insociable S.Fr.387, ἄλλως ... ὑμᾶς ... ἐξεθρεψάμην en vano os crié E.Med.1029, ὃν ἔτεκέν τε καὶ ἐξεθρέψατο Pl.Lg.929a, τὸν μὲν ... ἐκ μικροῦ παιδαρίου ἐξεθρέψατο D.53.19
abs. ἔρως τοῦ ἐκτρέφειν el amor por criar hijos X.Mem.1.4.7.

2 nutrir, alimentar, hacer crecer c. ac. de pers., anim. o plantas τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν τοῦ σίτου lo que hace crecer la raíz del trigo Hdt.1.193, αὕτη (Δημήτηρ) ... ἐκτρέφει βροτούς E.Ba.277, ἂν μέντοι ἐκτρέφειν ἐᾷς τὴν γῆν διὰ τέλους τὸ σπέρμα εἰς καρπόν si permites que la tierra nutra la semilla hasta cumplirse la granazón X.Oec.17.10, ἕκαστα ἀνάγκη φύειν καὶ ἐκτρέφειν τὴν γῆν Pl.Lg.848b, τὰ μὲν (ζῷα) δύναται τὰ κυήματα ἐκτρέφειν Arist.GA 773a34, τὰ κτήνη SB 10573.10 (I a.C.), τοῦς νεοττοὺς ᾠδαῖς μᾶλλον ἢ τροφαῖς ... ἐκτρέφουσι D.P.Au.1.20
tb. en v. med. τὴν κορώνεών γέ μου ἐξέκοψαν ἣν ἐγὼ 'φύτευσα κἀξεθρεψάμην Ar.Pax 629, ὡς ... μεγάλα (ζῷα) ἐντὸς ἐκθρέψωνται Pl.Ti.91d
producir τοῦ ... ποταμοῦ πνεῦμα τραχύτερον ἐκθρέψαντος Plu.2.357d.

II fig.

1 criar, crear δώμαθ', οἷον ἆρά με κάλλος κακῶν ὕπουλον ἐξεθρέψατε S.OT 1397, Μυκήνα ... τόνδε δόμοις ἐξεθρέψω φάος Micenas, criaste a éste como luz para mi palacio E.IT 849, cf. Ar.Th.522, νὴ τὸν Διόνυσον τὸν ἐκθρέψαντά με por Dioniso, que me ha dado de comer dice Aristófanes, Ar.Nu.519, cf. 532, 1380.

2 ref. al alimento espiritual educar τί διαφέρει ... ἠθη ... βάρβαρα τῶν ἐν παιδείαις καὶ νόμοις ... ἐκτεθραμμένων Plb.1.65.7, cf. Herm.Vis.3.9.1.

B intr.

1 en aor. med.-pas. criarse, crecer μάτην γ' ἂν ἀπομαγδαλιὰς σιτούμενος τοσοῦτος ἐκτραφείην en vano hubiera sido el alimentarme de migas de pan hasta alcanzar este tamaño Ar.Eq.414, ἐμέ ... ἐκτραφέντα ἐν τῷ αὐτῷ ... περιόψεσθε Is.9.37, ἀπὸ <τῶν> τοῦ πάππου ἐκτραφῆναι Lys.19.8, ἐξετράφην ὀρφανὸς παρὰ Μηδόκῳ X.An.7.2.32, ἐπειδὴ δὲ ἐγένου τε καὶ ἐξετράφης καὶ ἐπαιδεύθης Pl.Cri.50e, τις τῶν ἐκτραφέντων εἰς ἡλικίαν ἱκόμενος Plb.6.6.2.

2 fig. vivir ἐκτρέφομαι ποδαγρῶν AP 12.243 (Strat.).