< ἐκτραορδινάριος
ἐκτρᾰπελογάστωρ >
ἐκτράπεζος
,
-ον
sacado de la mesa
ἥδιστον ... ὄψον ἐκτράπεζον ἀποφαίνων
Luc.
Gall
.4.