ἐκτρυχόω


1 gastar, destrozar en v. pas. ἐκτετρυχωμένα ῥάκη Luc.Tox.31, cf. Phot.ε 528.

2 fig., c. ac. de pers. desgastar, consumir, agotar completamente χρημάτων γὰρ ἀπορίᾳ αὐτοὺς ἐκτρυχώσειν Th.7.48, cf. 3.93, I.AI 17.28, χρονίῳ πολιορκίᾳ Arr.An.4.28.7, en v. pas. (πόλις) πολέμοις ... ἐκτρυχωθεῖσα Memn.1.12.3, ὑπὸ πόνων Luc.Merc.Cond.39, τοῖς πόνοις τῆς ἀσκήσεως ... ἐκτετρυχωμένον Nil.Narr.4.3, cf. Paus.3.24.1, D.C.36.47.2, Them.Or.10.140b.