ἐκτροχάζω
1 arrollar
ἐκτροχάσαντες ... καὶ τύπτοντες αὐτὸν ... ἀπέκτεινανApollod.2.7.3.
2 fig., en el discurso desarrollar un tema
μετὰ τοῦτο καὶ τὴν κοινὴν (θεραπείαν) ἐκτροχάσομενDsc.Ther.2.
ἐκτροχάσαντες ... καὶ τύπτοντες αὐτὸν ... ἀπέκτεινανApollod.2.7.3.
μετὰ τοῦτο καὶ τὴν κοινὴν (θεραπείαν) ἐκτροχάσομενDsc.Ther.2.