ἐκτραχύνω
I
ὀργιζομένους λαβὼν τοὺς Ἀθηναίους ἔτι μᾶλλον ἐξετράχυνεPlu.Alc.14,
ὁ μὲν Καῖσαρ ἐξετράχυνε τὸ πλῆθοςApp.BC 2.12, en v. pas.
ἰχθῦς ὁρῶ ... ἀκανθώδεις καὶ τὴν ἐπιφάνειαν ἐκτετραχυσμένουςveo peces con espinas y de aspecto erizado irón. ref. a los estoicos, Luc.Pisc.51.
2 dificultar
τὸ πέλαγος ... ἐκτραχύνει τὸν πόρονel mar dificulta el acceso I.BI 4.614.
3 hacer áspero
τὴν φράσινEust.1233.64.
II en v. med.
1 ser áspero o rugoso
βοτάνη ... ἐκτραχυνομένη τῇ γλώσσῃOrigenes M.17.73C, de la piel
ὁ φλοιὸς ... τοῖς δὲ γηράσκουσιν ... ἐκτραχύνεταιBasil.Hex.5.7.
2 mostrarse duro, intransigente
πρὸς τὰς Ἑλληνικὰς ... πολιτείαςde Filipo, Plu.Arat.49,
πλήθει τε θαρροῦντες ἐξετραχύνοντοApp.BC 1.10.