ἐκτραχηλίζω
I tr.
1 romper el cuello, desnucar
πρὶν ἂν τοῦ σκέλους ὑμᾶς λαβών τις ἐκτραχηλίσῃ φέρωνAr.Lys.705,
(τὰ παιδία) ἄνωθεν ἀπὸ τῶν τειχῶν ἐξετραχήλιζεν αὑτάPlu.Brut.31,
μή σε ἐκτραχηλίσῃLuc.Rh.Pr.10, en v. pas.
ἀθλητὴς ὑπὸ ῥώμης δυνατωτέρας ἐκτραχηλιζόμενοςPh.2.413
•fig.
ὁρκίζω σε τὸν ... τὰ ὄρη ἐκτραχηλίζονταte conjuro a tí, que rompes el espinazo de los montes, TDA 271.26 (Hadrumeto II d.C.)
•echar a perder, precipitar a la ruina
οἷόν σε, ὦ γεωργία, τὸ ... φροντιστήριον ἐξετραχήλισεAlciphr.2.38.3,
τὸ δὲ οἴεσθαι ... πολλοὺς ... τῶν βαρβάρων ἐξετραχήλισενPorph.Abst.1.42,
πολλοὺς ... ἡ εὐτυχία ... ἐκτραχηλίζειMich.in EN 523.28,
ἐκτραχηλίζουσι δ' αὐτοὺς αἱ ... τραγῳδίαιHermog.Id.1.6 (p.249), cf. Luc.Tox.14, en v. pas.
ἵνα μὴ εἰς ἀτόπους πράξεις ἐκτραχηλισθῇςPh.Fr.p.102.
2 despedir por encima del cuello el caballo al jinete
ὁ ἵππος πίπτει εἰς γόνατα, καὶ μικροῦ κἀκεῖνον ἐξετραχήλισενX.Cyr.1.4.8, cf. Plu.2.58f
•fig. c. ac. de cosa desmontar, echar abajo, abatir
ἐκτραχηλίζειν τὰς ... κλίμακαςPh.Bel.85.38.
II intr. en v. med.-pas. romperse el cuello, desnucarse
ἢ 'γὼ πρότερόν πως ἐκτραχηλισθῶ πεσώνAr.Nu.1501, cf. Pl.70, Plb.4.58.10,
ἐκτραχηλισθῆναι διαμαρτόντος τοῦ ποδόςLuc.Merc.Cond.42,
οὐ δεῖ ... ἐκτραχηλισθῆναιno hay que dejarse romper el cuello D.9.51.