ἐκτρανόω


1 decir abiertamente τὸ πρότερον οὐκ ἐκτρανοῦντες αὐτό Socr.Sch.HE 2.45.3
hablar con claridad τὴν Ἑλληνικὴν ... γλῶσσαν Socr.Sch.HE 6.11.3.

2 significar claramente οἶνος ῥυπώδης ἐκτρανοῖ πολλὰς λύπας Astramps.Onir.57 (p.7).