< Ἑκτορίδης
ἐκτορνεύω >
ἐκτορμέω
salirse del camino
,
extraviarse
ἐκτορμεῖν· τὸ τοῦ καθήκοντος δρόμου ἐκβαίνειν
Paus.Gr.
ε
29, cf. Eust.598.26.