< ἐκτοκεύω
ἐκτοκίζω >
ἐκτοκέω
fact.
fertilizar
,
fecundar
la tierra
ἡ χιὼν ... ἐκμεθύσει ... καὶ ἐκτοκήσει τὴν γῆν
Eus.
Is
.55.8-11.