< ἐκτελειόω
ἐκτελευτάω >
ἐκτελείωσις
,
-εως, ἡ
de plantas
forma definitiva
,
pleno desarrollo
τότε γὰρ ἀλλοιοῦται πρὸς τὴν ἐκτελείωσιν
Thphr.
CP
1.9.3.