ἐκτειχίζω
• Morfología: [part. fut. ἐκτειχιοῦντα Arr.An.5.20.2]


fortificar, amurallar completamente τὸ χωρίον Th.4.45, cf. 7.26, τὸ κατ' ἀνατολὰς μέρος (de un templo), I.BI 5.185, πόλιν Arr.An.4.24.7, 28.4, Κορδύβην App.BC 2.105, en v. pas. ἐκτετειχισμένας πόλεις Arr.An.6.17.4, cf. Synes.Ep.66 (p.111)
c. ac. y dat. instrum. περιστᾶσιν ἐκτειχίσαι τὸ χωρίον Th.4.4, τὸν χῶρον λιθίνῳ τείχει Arr.Ind.21.12, c. ac. de resultado ἐξετείχισε τρία φρούρια Th.7.4.5, cf. Aristid.Or.25.54
c. ac. interno construir un muro o muralla (τεῖχος) τὸ μὲν πρὸς Σικυῶνος ... ἐν ὀλίγαις ἡμέραις πάνυ καλὸν ἐξετείχισαν X.HG 4.4.18, τὰ μακρὰ τείχη ἐκτειχίσαι Arr.An.1.9.3, en v. pas. οὕτω τὸ τεῖχος ἐκτετείχισται ταχύ; Ar.Au.1165
abs. ἆθλα ὑποσχόμενος δώσειν τοῖς πρώτοις ἐκτειχίσασι prometiendo dar premios a los primeros que terminaran la construcción del muro X.HG 3.2.10.