< ἑκτάριον
ἔκτασις >
ἐκταρσόομαι
medic.
extenderse de forma reticulada
(ἡ φλέψ) περὶ τὴν ὅλην κεφαλὴν ἐκτετάρσωται
Hp.
Oss
.12 (cód., v. ταρσόω).