ἐκσήπω
• Morfología: [pas. aor. subj. 3a sg. ἐκσαπῇ Hp.Morb.2.34]
1 tr. pudrir, descomponer
τὰς ῥίζας ... ἐκσήπειThphr.CP 3.11.5, cf. 3.12.1,
(τὸν ἐνοφθαλμισμόν)Thphr.CP 1.6.6.
2 intr. en v. med.-pas. pudrirse, sufrir descomposición
οἱ δὲ (πώλυποι) καὶ φαρμάκοισι ἐκσήπονταιotros (pólipos) se pudren con la ayuda de drogas Hp.Aff.5, cf. Morb.2.14,
ὁ χιτὼν τῆς σύριγγος ἐκσήπεταιHp.Fist.4,
(τὰ σπέρματα)Thphr.CP 3.11.5,
ἅπαντα δὲ ταῦτα (δένδρα) ... ἐκσηπόμενα σῴζεται καὶ ζῇThphr.CP 5.16.2.