ἐκσφραγίζω
1 dejar fuera de un recinto sellado, excluir en part. perf. pas.
ἐκ ... ἐσφραγισμένοι δόμωνE.HF 53.
2 sellar en v. pas.
ἐκ<σ>φραγισθείσης τῆς συγγραφῆςID 507.23 (III a.C.)
•en v. med. mismo sent.
(τὸ χρυσίον) δακτυλίῳ τῷ σῷ ἐκσφραγισάμενοςBasil.Ep.40, cf. T.Sal.C 13.11.