< ἐκσφενδονάω
ἐκσφονδυλίζω >
ἐκσφηκόω
dud.
tener forma de avispa
en v. pas.
τοὺς θύρσους †ἐξεσφηκωμένους φοροῦντα
Hsch.s.u.
κάθαπτος
.