< ἐκσπιλόω
ἐκσπλαγχνίζω >
ἐκσπινθηρίζομαι
chisporrotear
,
echar chispas
ἐκσπινθηρίζεται κεραυνὸς ... πρὸς ἐπιστροφὴν τῶν ἁμαρτανόντων
Iul.Ar.273.10.