< ἐκσπερματίζω
ἐκσπηλεύω >
ἐκσπερματόω
1
convertir en semen
αὐτό (αἷμα)
Steph.
in Hp.Progn
.132.26.
2
en v. med.
germinar
Thphr.
HP
7.1.7.