ἐκσοβέω
espantar, ahuyentar
τὰς ὄρνιςMen.Fr.132.4,
πτῶκαςAP 6.167 (Agath.), en v. pas.
ἑρπετῶν συριγμοῖς ἐκσεσοβημένοιLXX Sap.17.9
•fig.
τὸ ... ἀκόλαστον ἐκσοβήσας ... νήφουσαν ἔδωκε ... ἀπόκρισινPlu.2.715c,
ἐκ στέρνων ... νόονAP 5.260 (Paul.Sil.)
•sacudir, quitar el polvo al caballo, Poll.1.199.