< ἐκσκεδάννυμι
ἐκσκεπτάριος >
ἐκσκέλλω
• Morfología:
[perf. part. ἐξεσκληκότες Epich.153]
resecar
οἱοναὶ μύκαι ἐξεσκληκότες
resecos como setas
Epich.l.c.