ἐκσκευάζω


1 privar de aperos en v. pas. ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη D.30.30.

2 en v. med. llevarse χρήματα εἰς τὰ Σοῦσα Str.15.3.9
saquear οἴκους I.BI 4.404.