< ἐκραίνω
ἐκραπίζω >
ἐκραίω
extirpar totalmente
,
aniquilar
ἔκ τε μυῶν ἀγέλας, ἔκ τ' ἀκρίδος ἄπλετον ἔθνος ῥαίσει
Orph.
L
.604 (tm.).