ἐκπέτομαι
• Morfología: [v. tb. ἐκπέταμαι; aor. part. ἐκπτόμενος Ar.Au.788]
echar a volar, volar de aves e insectos
στροῦθος ἁνὴρ γίγνεται· ἐκπτήσεταιAr.V.208,
ἐκπτόμενος ἂν οὗτος ἠρίστησεν ἐλθὼν οἴκαδεAr.Au.788,
ἰκτῖνοι ἐκ τοιούτων ἐκπετόμενοι χωρίωνArist.HA 600a17,
ὄρχιλος ἐξ ὀπῆς ἐκπετόμενοςThphr.Sign.53,
ὁ φρῦνος ... ἐπιτηρῶν ἐκπετομένας (μελίττας) κατεσθίειel sapo acechando a las (abejas) que van volando se las come Arist.HA 626a32
•fig.
οἱ ἔπαινοι ... Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ... ἐκπετόμενοιLuc.Rh.Pr.6.