< ἐκπαλλακίδιοι·
ἔκπαλος >
ἐκπάλλομαι
saltar
,
salirse violentamente de
μυελὸς ... σφονδυλίων ἔκπαλθ'
Il
.20.483, cf.
ἐκπάλη· ἐχωρίσθη, ἀπέστη, ἐξέπεσεν
Hsch.