< ἐκπαλής
ἐκπαλλακίδιοι· >
ἐκπάλησις
,
-εως, ἡ
dislocación
τί ἂν ἐξαπίνης ἐ. οὐκ ἐμβάλλοι;
Hp.
Fract
.42.